όστριμον

όστριμον
ὄστριμον, τὸ (Α)
1. στάβλος ή κλειστός χώρος όπου ζουν τα ζώα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐν ᾧ αἱ θεριναὶ μοναὶ τόπος, oἱ δὲ ἔπαυλις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τη λ. ὄστρακον (πρβλ. λατ. testudo «όστρακο» αλλά και «προστατευτική στέγη, καμάρα»). Ωστόσο, εκτός των άλλων, η άποψη αυτή προσκρούει και σε σημασιολογικές δυσχέρειες, αφού η λ. ὄστριμον δηλώνει γενικά τον τόπο καταυλισμού τών ζώων και όχι απαραίτητα κλειστό χώρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὄστριμον — byre neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρίμου — ὄστριμον byre neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρίμων — ὄστριμον byre neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄστριμα — ὄστριμον byre neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • одр — I I, род. п. а ложе ; народн. одёр, также остов телеги, помост, смертный одр, настил для бортей, площадка охотника , одрина сеновал, хлев , одрина спальня , укр. одрина хлев , блр. одрiна сеновал, сарай , др. русск., ст. слав. одръ κλίνη,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • edh-2 —     edh 2     English meaning: fence, paling     Deutsche Übersetzung: “Zaunstecken, Zaun from Pfählen”     Material: Doubtful Gk. ὄστριμον ‘stall, hurdle “ (*odh tro )?? O.E. eodor m. “ hedge, fence, dwelling; prince, lord” (ablaut. M.L.G. ader… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”